Attack στην Ανεργία και την Επισφάλεια

Το μόνο που έχουμε να χάσουμε είναι…τις «εμπορικές» μας αλυσίδες. Μέρος Πρώτο.

 

Οργάνωση των εργαζομένων στο εμπόριο: Δύσκολη αλλά εφικτή.

Τα κείμενα (άρθρα, συνεντεύξεις κλπ) που αναδημοσιεύονται από άλλες συλλογικότητες ή site δεν εκφράζουν απαραίτητα την ATTACK. Η αναδημοσίευση από μέρους μας έχει σκοπό την προώθηση ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ των συλλογικότητων που έχουν δράση στο εργατικό κίνημα, στην επισφάλεια και την ανεργία.

Μετάφραση άρθρου του Peter Ikeler από το jacobinmag.com, Δήμητρα Κοντοέ

A shopper pushes a cart outside Costco Wholesale in Danvers, Mass. Wednesday, May 27, 2009. Costco Wholesale Corp. said Thursday that its fiscal third-quarter profit fell 29 percent, partly because of a charge, as sales of bigger-ticket discretionary items continued to soften. (AP Photo/Elise Amendola)

Tο περασμένο καλοκαίρι, όπως και τον Ιούνιου του 2011, χιλιάδες εργαζόμενοι του Macy’s στη Νέα Υόρκη ετοιμάζονταν να απεργήσουν. Και στις δύο περιπτώσεις θα σημειωνόταν η πρώτη διακοπή λειτουργίας του θρυλικού πολυκαταστήματος μετά το 1972. Ωστόσο, τα ξημερώματα, αντιπρόσωποι του Local 1-S στον τομέα του λιανικού και χονδρικού εμπορίου καθώς και το σωματείο του πολυκαταστήματος ανακάλεσαν την απεργία και κατέληξαν σε μια χλιαρή πενταετή συμφωνία. Επίσης, το 2011, οι εργαζόμενοι στο Target του κοντινού Λονγκ Άιλαντ ψήφισαν σε μια κατεύθυνση οργάνωσης. Όμως, όπως οι περισσότερες τέτοιες εκλογές, έτσι κι εκείνες απέτυχαν, διαψεύδοντας τις προσδοκίες για ένα νέο εργατικό οχυρό στον κλάδο των πολυκαταστημάτων λιανικού εμπορίου.

Το λιανεμπόριο, όπως και τα φαστφούντ, αποτελούν παραδεδεγμένα τους χειρότερους εργασιακούς κλάδους στην Αμερική του εικοστού πρώτου αιώνα. Έχουν γίνει συνώνυμα με τους χαμηλούς μισθούς και την επισφάλεια· είναι η «λύση ανάγκης». Σε αυτούς τους κλάδους, οι μέσοι μισθοί για τους απλούς εργαζομένους κυμαίνονται 30% κάτω από εκείνους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί στο γενικό εμπόριο —όπου περιλαμβάνονται τα Macy’s, τα Target και τα Walmart— είναι 44% χαμηλότεροι. Παράλληλα, κάτω από το 5% των εργαζομένων στο εμπόριο είναι σήμερα οργανωμένοι σε συνδικάτα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 1983 (τότε, κυμαινόταν σε ποσοστά πάνω από 10%).

Το εμπόριο, λοιπόν, φαίνεται να είναι έτοιμο να οργανωθεί και άρα να πετύχει αύξηση των μισθών —σύνδεση σωματείου – αύξησης, που είναι ιστορικά αποδεδειγμένη. Ο Nelson Lichtenstein υποστηρίζει ότι τα πολυκαταστήματα συνιστούν «το πρότυπο μοντέλο του καπιταλισμού του εικοστού πρώτου αιώνα» και, ως εκ τούτου, κατέχουν κεντρικό ρόλο στην αναζωογόνηση της αμερικανικής αγοράς εργασίας. Ωστόσο, η χαρακτηριστική αποτυχία οργάνωσης στον κλάδο του λιανεμπορίου φαίνεται να συμβολίζει τα κυρίαρχα διλλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα σωματεία: από τη μία, η επιφυλακτικότητα και ο συντηρητισμός για τη διατήρηση των εναπομενόντων εργατικών προπυργίων και, από την άλλη, η αδυναμία ένταξης νέων μελών.

Έχει χυθεί πολύ μελάνι στην προσπάθεια να εξηγηθεί η δεινή θέση του κόσμου της εργασίας και να αναζητηθούν τα μέσα και οι τρόποι της αποκατάστασής της. Πολλοί το αποδίδουν στην «παγκοσμιοποίηση»· είναι, πολύ απλά, ο λόγος της αποδυνάμωσης της διαπραγματευτικής ισχύος από μεριάς των εργαζομένων και της ισχυροποίησης της θέσης της εργοδοσίας. Άλλοι ρίχνουν το βάρος σε κυβερνητικές ενέργειες —κυρίως κατά τις περιόδους της διακυβέρνησης του Ρίγκαν και του Κλίντον— όπως η οικονομική και βιομηχανική απελευθέρωση, η μείωση των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και η NAFTA. Ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που καταλογίζουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη γραφειοκρατική ηγεσία των συνδικάτων, καθώς πολλοί επικεφαλής φάνηκαν εξαιρετικά απρόθυμοι να αντιπαλέψουν τον καταιγισμό των υπαναχωρήσεων και να σταθούν απέναντι στο κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων που ξεκίνησε τη δεκαετία του‘80.

Μια λιγότερο σαφής, αλλά αρκούντως δημοφιλής, εξήγηση της υποχώρησης του συνδικαλισμού επικεντρώνεται στην ενίσχυση του κλάδου των υπηρεσιών  —ο οποίος σήμερα συγκεντρώνει πάνω από τα τρία τέταρτα του εργατικού δυναμικού σε χώρες όπως οι ΗΠΑ—  και στον τρόπο με τον οποίο ο συγκεκριμένος κλάδος θέτει ισχυρούς φραγμούς στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση. Συγκεκριμένα, στο εμπόριο και στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών —στον οποίο απασχολούνται σχεδόν οι μισοί από τους εργαζομένους των ΗΠΑ και όπου το ποσοστό οργάνωσης είναι κάτω από 10%— η εικόνα είναι εξαιρετικά απογοητευτική. Από την άλλη, την ίδια στιγμή, σημαντικοί επιμέρους τομείς παροχής υπηρεσιών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι συγκοινωνίες, έχουν να επιδείξουν κάποια από τα πιο υψηλά ποσοστά συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Γιατί λοιπόν η απουσία των σωματείων είναι τόσο αισθητή στους τομείς εκείνους όπου οι συνθήκες απαιτούν το αντίθετο; Υπάρχει κάτι εγγενές στις υπηρεσίες που καταστέλλει τη συνδικαλιστική δράση και την προφανή της συνθήκη, μια συλλογική, ριζοσπαστικοποιημένη συνείδηση· και πώς αλλάζουν αυτοί οι εργασιακοί χώροι; Μπορούν να ακολουθήσουν δρόμους που θα ενθάρρυναν ή θα περιέστειλαν περαιτέρω την οργάνωση των εργαζομένων;

Ξεκινώντας από τέτοιου είδους ερωτήματα, αφιέρωσα δύο χρόνια σε συνεντεύξεις εργαζομένων από τον τομέα των πωλήσεων στη Νέα Υόρκη. Ήθελα περισσότερο να κατανοήσω την καθημερινή εμπειρία εκείνων που βρίσκονται αντιμέτωποι με το πιο στυγνό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού, να καταλάβω τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις πολιτικές τους αντιλήψεις· όχι τόσο να κάνω μια τυχαιοποιημένη μελέτη με συνεντεύξεις από εργαζομένους που προέρχονται από πολλούς διαφορετικούς εργασιακούς χώρους. Αποφάσισα να εστιάσω το ενδιαφέρον μου σε εκείνους που δούλευαν σε δύο από τις εμβληματικότερες επιχειρήσεις —Macy’s και Target— της μεγαλύτερης αμερικάνικης βιομηχανίας χαμηλόμισθων, στην πόλη με τις πιο βαθιές ανισότητες. Οι συζητήσεις μου με τους εργαζομένους ανέδειξαν τρία βασικά στοιχεία αναφορικά με τη φύση της χαμηλόμισθης εργασίας στον κλάδο του εμπορίου, καθώς και με τις δυνατότητες βελτίωσης των συνθηκών εργασίας.

Αποειδίκευση

Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι στο χώρο του λιανικού εμπορίου καλούνται να καλύψουν θέσεις που σταθερά και σκόπιμα δεν απαιτούν υψηλές επαγγελματικές δεξιότητες. Τη δεκαετία του ’70, ο Harry Braverman επιχείρησε την περίφημη προώθηση αυτής της ιδέας στο πλέγμα της πλειοψηφίας των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ αλλά, με τα χρόνια, κυριάρχησε μια διαφορετική αφήγηση για τον κλάδο των υπηρεσιών, η οποία εστιάζει στην «αναβάθμιση» και στην «ευελιξία». Ακόμα και καλοπροαίρετοι αριστεροί συχνά τονίζουν τον βαθμό που χαμηλόμισθες θέσεις απαιτούν «ικανότητα», υπομονή και προσπάθεια. Λίγοι ειλικρινείς παρατηρητές θα αρνούνταν το δεύτερο μισό αυτού του ισχυρισμού· ωστόσο, αναμφίβολα, οι εργοδότες συνεχίζουν να καταμερίζουν την εργασία, να τη μετατρέπουν σε ρουτίνα και να την αυτοματοποιούν, όποτε κάτι τέτοιο είναι δυνατό ώστε να καταστήσουν τους εργαζομένους πιο αναλώσιμους και να περιορίσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ.

Κι ενώ κάποτε, στα παραδοσιακά πολυκαταστήματα, ξέραμε ότι «ο πωλητής πουλάει και ο ταμίας χτυπάει» σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας πωλήτριας του Macy’s με δεκαοχτώ χρόνια εμπειρία, σήμερα «κάνεις τα πάντα, είσαι ένας τιμημένος αποθηκάριος!» ανέφερε μια συνάδελφός της με τριάντα ένα χρόνια εμπειρία. Και σε σύγκριση με τα Target, ακόμα και οι δουλειές στα Macy’s φαίνεται να χρειάζονται προσόντα. Σύμφωνα με τους εργαζομένους, στα Target κάνεις «μια απλή δουλειά, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πολύ,» είπε «μέλος της ομάδας πωλήσεων» με έναν χρόνο εμπειρία, «θα πρέπει να είσαι κάπως χαλαρός». Εκεί, οι πωλητές σχεδόν δεν κάνουν καθόλου πωλήσεις, απλώς, γεμίζουν τα ράφια σύμφωνα με προκαθορισμένα εμπορικά πλανογράμματα, ενώ ανά διαστήματα προσφέρουν «Fast, Fun, Friendly» εξυπηρέτηση, όπως επιτάσσει το μότο της εταιρίας. «Η ρουτίνα μας», εξηγεί ένας πωλητής στον πρώτο του χρόνο στα Target, «είναι συγκεκριμένη: μπαίνεις μέσα, πηγαίνεις στη θέση σου, τακτοποιείς τα ράφια, τα γεμίζεις, οργανώνεις τον διάδρομο —όλα στην εντέλεια. Αυτό κάνουμε βασικά. Και βοηθάμε τους πελάτες».

Η αποειδίκευση στα Target και στα Macy’s έχει συνδυαστεί με τη «συλλογικοποίηση» της δουλειάς. Οι εργαζόμενοι στα Macy’s συνειδητοποίησαν ότι συνεργάζονταν όλο και περισσότερο για να διατηρήσουν τα ράφια σε τάξη (παρόλο που υπήρχε ανταγωνισμός για τις πωλήσεις), λόγω του μειωμένου βοηθητικού προσωπικού, ενώ η δουλειά στα Target είναι απολύτως πιο αλληλένδετη. «Αν συνεργαζόμαστε;» απάντησε μια πωλήτρια των Target στην αντίστοιχη ερώτησή μου, «Σίγουρα στο 90 τοις εκατό των περιπτώσεων».

Μια συνάδελφός της, που συνεργάζονταν ήδη έναν χρόνο, συμφώνησε: «Δεν υπάρχει μέρα που να έχουμε χωριστεί, πάντα μαζί». Οι εργαζόμενοι στα Target συχνά καλούνται να πετύχουν ομαδικούς στόχους, όπως να γεμίσουν τα καρότσια ή να φτιάξουν έναν διάδρομο· ακόμα και το ίδιο το κομμάτι των πωλήσεων είναι μια συνολική προσπάθεια με πολλά στάδια (κάποιοι δείχνουν τα προϊόντα, άλλοι βοηθούν ώστε να βρεθεί κάτι συγκεκριμένο και κάποιοι άλλοι μπορεί να κλείνουν μια αγορά). Σημειωτέον, οι εργαζόμενοι αλλάζουν μαγαζιά ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν κάθε φορά. «Όλοι εκπαιδεύονται για όλες τις θέσεις» επεσήμανε μια ταμίας που δούλευε τρία χρόνια «έτσι, εάν κάποιο άλλο κατάστημα χρειαστεί βοήθεια σε άλλο πόστο μπορούν να μεταφέρουν κάποιον από εμάς».

Όσον αφορά τους υπευθύνους, παρουσιάζονται φιλικοί και χαλαροί, κυρίως στα Target, όπου συχνά έπιαναν κουβέντα για αθλητικά ή για την εκπαίδευση και ανά διαστήματα κερνούσαν φαγητό τους εργαζομένους με τις πιο σημαντικές θέσεις ή πρόσφεραν «κάρτες αναγνώρισης» σε κάποια από τις δύο «μαζώξεις» εργαζομένων που γίνονταν μέσα στη μέρα.

Η πλάκα όμως κοβόταν όταν έμπαινε το θέμα των σωματείων. «Είχαν προσπαθήσει να φτιάξουν σωματείο στα Target», θυμήθηκε μια πωλήτρια που δούλευε έντεκα χρόνια εκεί, «αλλά δεν το άφησαν [η διοίκηση] να γίνει —όσοι συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο θα απολύονταν». Στα Macy’s (όπου μόνο σε κάποια καταστήματα υπάρχει σωματείο), όποτε μέλη των σωματείων προσέγγιζαν άλλους εργαζομένους, «οι υπεύθυνοι απλώς σου έριχναν ένα βλέμμα του τύπου: το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να αγνοήσεις αυτές τις γελοιότητες» δήλωσε ένας εργαζόμενος στον πρώτο του χρόνο εκεί.

Τέτοιες προσπάθειες αποκλεισμού των σωματείων αποδίδουν σε πολύ μεγάλο βαθμό: παρά τη σταθερή υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας και τη μείωσης των μισθών στα Macy’s, στα σωματεία δεν σημειώθηκε κάποια πρόοδος, σαράντα χρόνια μετά την άνθιση της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατά τη φορντιστική εποχή. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, πολλά καταστήματα, μεταξύ των οποίων και τα Macy’s, οργανώθηκαν στη βάση ενός ευρύτερου εργατικού ξεσηκωμού. Ωστόσο, εξαιτίας διαφωνιών και ρήξεων σχετικά με το ζήτημα των υπεύθυνων δηλώσεων περί μη κομουνιστικών φρονημάτων που προέβλεπαν οι σχετικοί με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και δράση νόμοι Taft-Hartley και της εξόδου προς τα προάστια, αυτό το κύμα υποχώρησε ξεκάθαρα στα τέλη της δεκαετίας του ’50.

Τα Walmart, τα Kmart και τα Target, που άνοιξαν όλα το 1962, γρήγορα έφτασαν να κυριαρχήσουν στο τοπίο του εμπορίου χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο self-service που αναπτύχθηκε πάνω σε χαμηλούς μισθούς, στην τυποποίηση, στη ρουτίνα και στην επισφάλεια. Μέχρι στιγμής, τα σωματεία δεν έχουν καταφέρει να κερδίσουν έδαφος σε αυτές τις εταιρίες, εκτός από δύο περιπτώσεις στα Walmart, οι οποίες έκλεισαν γρήγορα, και την περίπτωση ενός φαρμακείου, στο κατάστημα των Target που μελέτησα, για το οποίο προβλεπόταν εξωτερική αναδοχή.

Συνέχεια εδώ: Μέρος Δεύτερο

Scroll to Top
Scroll to Top